ΓΑΜΟΣ
Οι περισσότεροι γάμοι εκείνη την εποχή γίνονταν με προξενιά.
Γνωστός προξενητής ήταν ο Δημήτριος Μάντης (Μπούτας). Έφερε πολλές νύφες από τη Δομνίστα. Επίσης γνωστές προξενήτρες ήταν η Kων/λα Σύρρου, σύζυγος του Τιμολέοντος Παπανικολάου και η Ελένη Ρούμπα, σύζυγος Νικολάου Πεσίνη.
Οι συζητήσεις γίνονταν μεταξύ των γονιών ή των αδερφών και ρυθμιζόταν τότε και το θέμα της προίκας .Όταν στέριωνε το προξενιό έδιναν φιλοδώρημα σε χρήμα ή είδος στον προξενητή.
Ακολουθούσαν οι αρραβώνες.
Ο κουμπάρος ή ένα αγόρι άλλαζε τις βέρες. Οι γονείς του γαμπρού ασήμωναν τη νύφη ,χαρίζοντας δαχτυλίδι ή λίρα.
Η νύφη χάριζε στο γαμπρό πουκάμισο, κάλτσες, μαντήλι, σεντόνι, κουβέρτα, μαξιλάρι.
Ακολουθούσε γλέντι στο σπίτι.
Μια εβδομάδα πριν το γάμο γινόταν τα καλέσματα . Περνούσαν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας μια τσίτσα γεμάτη κρασί στολισμένη με μαντζουράνες και λουλούδια. Κερνούσαν τους συγχωριανούς και τους καλούσαν στο γάμο.
Οι γυναίκες έπλεναν, δίπλωναν και σιδέρωναν (σίδερο με κάρβουνα) τα προικιά της νύφης. Έφτιαχναν παπλώματα και γέμιζαν μαξιλάρια με μαλλιά ή με τα μούσκλα από τα έλατα.
Την Τετάρτη ανάπιαναν τα προζύμια. Συγκεντρώνονταν στα σπίτια των συμπεθεριών και μικρά αγόρια κοσκίνιζαν το αλεύρι, ενώ οι υπόλοιπο τραγουδούσαν και πετούσαν λεφτά τα οποία έπαιρναν τα αγόρια.
Την Πέμπτη ζύμωναν τις κουλούρες που τις στόλιζαν με καρύδια και διάφορα "κεντημένα" σχέδια.
Την Παρασκευή ξεκινούσαν πρωί-πρωί 20-30 άτομα από τα σπίτια του γαμπρού και της νύφης για να φέρουν ξύλα από το βουνό για να μαγειρέψουν στα καζάνια τα κρέατα την ημέρα του γάμου. Κουβαλούσαν τα ξύλα με μουλάρια στα οποία έδεναν μαντήλια και λουλούδια. Στο δρόμο τραγουδούσαν και πείραζαν το γαμπρό χτυπώντας τον με ένα κέδρο.
Το απόγευμα έπαιρναν τα προικιά της νύφης. Τα προικιά ήταν ένας γίκος με κουβέρτες και υφαντά στρωσίδια, και κασέλες γεμάτες με σεντόνια, φουστάνια, μεσοφόρια, εσώρουχα, σακούλια. Επίσης περιείχαν δώρα για το γαμπρό (εσώρρουχα, κάλτσες, ξυριστικά, τσιγαροθήκες...) και δώρα για τα πεθερικά, τα κουνάδια και τις οικογένειές τους.
Πάνω στο γίκο καθόταν ένα παιδί και για να κατέβει του έδιναν ένα φιλοδώρημα. Κουβαλούσαν τα προικιά με μουλάρια στα οποία έδεναν άσπρα μαντήλια και λουλούδια.
Το Σάββατο (αν η νύφη ήταν από μακριά) ή την Κυριακή γινόταν ο γάμος. Οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν στην εκκλησία (ελάχιστοι στα σπίτια).
Στο σπίτι της νύφης οι φίλες έντυναν τη νύφη, τραγουδούσαν τραγούδια του γάμου και τη σταύρωναν με λεφτά.
Αντίστοιχα στο σπίτι του γαμπρού οι φίλοι τον ξύριζαν, τον πείραζαν και πετούσαν λεφτά.
Ο γαμπρός καβάλα σε άσπρο μουλάρι, καθισμένος σε κεντητή κουβέρτα πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Όταν έφτανε φιλούσε το χέρι του πεθερού και της πεθεράς και χαιρετούσε τη νύφη (δεν τη φιλούσε). Ύστερα πάνω σε άσπρα μουλάρια και οι δύο, ακολουθούμενοι από τους συγγενείς, πήγαιναν στην εκκλησία. Μετά το μυστήριο μοίραζαν στους καλεσμένους λουκούμια ή γλυκό του κουταλιού.
Στη συνέχεια πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Όταν έφταναν η νύφη πετούσε σε σχήμα σταυρού στη σκεπή του σπιτιού ρόδια ή μήλα με λεφτά. Κρατούσε μια μαρούδα (μικρή πλεκτή ή υφαντή τσάντα) γεμάτη κουλούρια, μήλα, καρύδια και τη χάριζε σε ένα αγόρι που περνούσε κάτω από το μουλάρι.
Η πεθερά στεκόταν στην πόρτα κι έδινε στη νύφη μια κουλούρα που την έκοβε στο κεφάλι της, πετούσε το πρώτο κομμάτι στο γαμπρό και τα υπόλοιπα στους παρευρισκόμενους.
Οι συγγενείς τραγουδούσαν στη νύφη:
πέζα μήλο, πέζα ρόδο
πέζα δροσερό σταφύλι
Η νύφη όμως δεν ξεπέζευε από το μουλάρι, αν δεν της έταζε κάτι ο πεθερός.
Για αυτό οι συγγενείς φώναζαν:
έβγα πεθερέ να τάξεις της νύφης.
Ο πεθερός τότε έταζε κάτι. Το τάξιμο μπορεί να ήταν ένα χωράφι ή ένα δέντρο...Μετά το τάξιμο την κατέβαζε από το μουλάρι και έμπαιναν στο σπίτι. Κερνούσαν καφέ τους νεόνυμφους. Τους σέρβιρε ένα αγόρι στο οποίο η νύφη έδινε φιλοδώρημα.
Ακολουθούσε το γλέντι του γάμου σε υπαίθριο χώρο. Έτρωγαν, τραγουδούσαν και χόρευαν. Κάθε φορά που ο πεθερός ευχόταν στη νύφη, εκείνη έπρεπε να σηκώνεται από τη θέση της και να προσκυνάει (να κάνει υπόκλιση).
Στο τραπέζι του γάμου σέρβιραν συνήθως κρέας στιφάδο ή κρέας με μακαρόνια, βρασμένα στα καζάνια. Επιπλέον σέρβιραν χορτόπιτες, τυρόπιτες, κολοκυθόπιτες ανάλογα την εποχή.
Την επόμενη μέρα ,μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, η νύφη έδειχνε στην πεθερά της το ματωμένο μεσοφόρι ή σεντόνι,, απόδειξη της παρθενιάς της, και εκείνη το ασήμωνε. Αν δε ζούσε η πεθερά το έδειχνε στην κουνιάδα ή στην συννυφάδα.
Την επόμενη Κυριακή το ζευγάρι εκκλησιαζόταν και το βράδυ κοιμόταν στο πατρικό σπίτι της νύφης. Ήταν τα λεγόμενα γυρίσματα.
Μια εβδομάδα μετά το γάμο οι νεόνυμφοι έδιναν τα δώρα στον κουμπάρο : κουβέρτα, σεντόνι, πουκάμισο, πετσέτα και εσώρουχα στην κουμπάρα (αν ήταν παντρεμένος).
ΚΗΔΕΙΕΣ
Όταν πέθαινε κάποιος τον έπλεναν, τον τύλιγαν με ένα άσπρο πανί, το σάβανο, τον έντυναν τα καλά του ρούχα και του έδεναν τα πόδια και τα χέρια σταυρωτά. Τα χέρια τα έλυναν την ώρα της ταφής. Μετά τον τοποθετούσαν στην κάσα (φέρετρο). Κάσες έφτιαχνε ο Κ. Χρήστου (Σπέλιος), ο Ν. Μακρυγιάννης και ο Λ. Μακρυγιάννης.
Μέσα στην κάσα τοποθετούσαν οι συγχωριανοί λεφτά, καρύδια, μήλα, ρόδια, λουλούδια τα οποία έστελναν χαιρετίσματα σε δικούς τους νεκρούς.
Το πένθος εκφραζόταν με ένα μαύρο πανί στο οποίο αναγραφόταν τα αρχικά του ονόματος του νεκρού και το κρεμούσαν στην εξώπορτα του σπιτιού. Οι γυναίκες φορούσαν μαύρα ρούχα και μαύρα μαντήλια. Φορούσαν μαύρα ρούχα και τα μικρά κορίτσια. Οι άντρες φορούσαν μαύρη κορδέλα στο μπράτσο και δεν ξυρίζονταν τις πρώτες σαράντα μέρες.
Δεν έτρωγαν κρέας στην οικογένεια για σαράντα μέρες, δεν έψηναν το Πάσχα, δεν έβαφαν αυγά, δε συμμετείχαν σε γιορτές, γλέντια, πανηγύρια για ένα χρόνο.
Τις πρώτες σαράντα μέρες οι συγγενείς κι οι συγχωριανοί συμπαραστέκονταν στο πένθος και παρηγορούσε την οικογένεια. Επισκέπτονταν την οικογένεια κρατώντας μια κανίστρα μέσα στην οποία είχαν το μεσάλι (τραπεζομάντιλο φαγητού),τα πιάτα, τα κουτάλια, ψωμί, πίτες, φασόλια ή άλλο νηστίσιμο φαγητό, κρασί και έστρωναν τραπέζι να φάει η οικογένεια.
Έκαναν τριήμερα, εννιάμερα, σαρανταήμερα, εξάμηνα, ετήσια και τρίχρονα μνημόσυνα. Οι γυναίκες έβραζαν το σιτάρι και στόλιζαν μόνες τους τούς δίσκους.
|