ΓΕΝΝΗΣΗ
Οι γυναίκες γεννούσαν τα παιδιά τους μόνες τους ή με τη βοήθεια της μαμής.
Η μαμή, σε ρόλο γυναικολόγου γιατρού, βοηθούσε στη διαδικασία του τοκετού. Βοηθούσε με τα χέρια της να βγει το μωρό στο οποίο παρείχε τις πρώτες φροντίδες. Μετρούσε σε απόσταση ενός νυχιού από το κορμάκι του κι έκοβε τον ομφάλιο λώρο. Μετά τον καυτηρίαζε καίγοντας ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα. Στη συνέχεια σκούπιζε ,καθάριζε το μωρό και το φάσκιωνε. Οι φασκιές ήταν στενόμακρες πάνινες λωρίδες με τις οποίες τύλιγε σφιχτά το μωρό, τεντώνοντας τα ποδαράκια, γιατί πίστευαν ότι έτσι θα γίνουν ίσια όταν μεγαλώσει.
Πολλά μωρά γεννιούνταν τυλιγμένα σε μια πάνα, την οποία θεωρούσαν δείγμα καλοτυχίας και τη χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή φυλακτών.
Όταν η μαμή τελείωνε με τη φροντίδα του μωρού, άνοιγε μια λακκούβα (γούρνα)στην οποία "έχωνε" τις "ακαθαρσίες" της μητέρας από τον τοκετό.
Η μαμή αμειβόταν είτε με χρήματα είτε με είδος.
Οι πιο γνωστές μαμές ήταν :η Αθηνά Ρούμπα, μάνα του Λάμπρου Ρούμπα και η Βασιλοπάναινα Ζωγράφου, θεία της Σοφίας Κ. Πεσίνη.
ΛΟΧΕΙΑ
Η λεχώνα δεν κυκλοφορούσε όταν έδυε ο ήλιος κι ούτε άφηνε μετά το ηλιοβασίλεμα απλωμένα έξω τα ρουχαλάκια του μωρού. Αν χρειαζόταν να βγει έξω νύχτα, έπρεπε να κρατάει οπωσδήποτε ένα κωλόπανο του μωρού. Λιβάνιζε τακτικά το χώρο, φορούσε σκούρα ρούχα, δεν άκουγε τα λαλούμενα (γραμμόφωνο), δεν εκκλησιαζόταν. Δεχόταν τις επισκέψεις των γυναικών που ασήμωναν το μωρό(σταύρωναν το μωρό με ένα νόμισμα που του χάριζαν) και έφερναν στην ίδια τηγανίτες, κρασί ή άλλα τρόφιμα.
Θήλαζε το μωρό, (το πότιζε χαμομήλι μέχρι να έρθει το γάλα της), το πότιζε χορτάρια (βότανα) για τα ιλάρια, το μελάνιασμα και τον ίκτερο(χρυσή). Αν το μωρό συγκαιόταν, τοποθετούσε στην ερεθισμένη περιοχή άβραστο καφέ . Αν ανέβαζε πυρετό, έτριβε τις μασχάλες του με οινόπνευμα ή τοποθετούσε στο μέτωπό του μια πετσέτα βρεγμένη στο ξύδι.
ΣΑΡΑΝΤΙΣΜΑ
Όταν περνούσαν 40 μέρες από τη γέννηση, τότε η μητέρα με το μωρό αγκαλιά κι ένα μπουκαλάκι νερό συνοδευόμενη από ένα αγόρι, πήγαινε στην εκκλησία για να της διαβάσει ο παπάς τις αντίστοιχες ευχές.
Αν ήταν αγόρι, ο παπάς το έβαζε στο ιερό της εκκλησίας.
Γυρίζοντας σπίτι της ράντιζε με το νερό το δωμάτιο και τη σαρμανίτσα (κούνια) του μωρού.
ΒΑΠΤΙΣΗ
Στο μυστήριο της βάπτισης δεν παρευρισκόταν η μητέρα του μωρού.
Συνήθως το μωρό έφερνε στην εκκλησία η μαμή, η οποία το παρέδιδε στο νονό και εκείνος της έδινε ένα φιλοδώρημα.
Ο νονός χάριζε το όνομα τηρώντας τις παραδόσεις. Χάριζε στο πρώτο αγόρι ή κορίτσι το όνομα του πατέρα ή της μητέρας του πατέρα του μωρού. Χάριζε στο μωρό τα ρουχαλάκια που φορούσε μετά τη βάπτιση(δεν χάριζαν τότε σταυρό).
Όταν χαριζόταν το όνομα, τα παιδιά επιδίδονταν σε ένα αγώνα δρόμου, ποιο θα φτάσει πρώτο στο σπίτι για να πάρει τα συχαρίκια από τη μητέρα ανακοινώνοντάς της το όνομα.
Γυρίζοντας στο σπίτι, ο νονός παρέδιδε το νεοβάπτιστο στη μητέρα λέγοντάς της:
Στο δίνω βαπτισμένο, μυρωμένο
στο Θεό παραδομένο.
Να το φυλάς από φωτιά και νερό.
Να ζήσει, να ευτυχήσει
με παιδιά και εγγόνια.
Η μητέρα έπρεπε να προσκυνήσει. Έκανε, δηλαδή, τρεις μετάνοιες μπροστά στο νονό πριν πάρει το μωρό στην αγκαλιά της.
Άφηνε το νεοβάπτιστο λαδωμένο τρεις μέρες και μετά το έλουζε κι έπλενε τα ρουχαλάκια του. Το νερό το έριχνε σε καθαρό απάτητο μέρος. Έκανε δώρο στο νονό : πουκάμισο, κάλτσες, μαντήλι, πετσέτα, γλυκό ...
Ο νονός του πρώτου παιδιού ήταν ο κουμπάρος που πάντρεψε το ζευγάρι (ή συγγενικό του πρόσωπο). Αν το πρώτο παιδί ήταν αγόρι και το δεύτερο κορίτσι, είχε δικαίωμα να τα βαπτίσει και τα δύο. Τον πρώτο λόγο στην επιλογή του νονού τον είχε ο πατέρας.
ΣΧΟΛΕΙΟ
Στο σχολείο φοιτούσαν όλα τα παιδιά του χωριού αγόρια και κορίτσια με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν αναλφάβητοι νέοι στο χωριό.
Το σχολείο λειτουργούσε έξι μέρες την εβδομάδα, πρωί και απόγευμα.
Το Σάββατο οι μαθητές πήγαιναν στο σχολείο φρεσκολουσμένοι και φρεσκοπλυμένοι. Έλουζαν τα μαλλιά τους με αλισίβα (σταχτόνερο).
Αγόραζαν πλάκες και κοντύλι για να γράφουν. Αγόραζαν τα βιβλία και οι γονείς πλήρωναν το δάσκαλο ,κυρίως σε είδος (δεν υπήρχε δωρεάν παιδεία). Στο σχολείο υπήρχε μαυροπίνακας και κιμωλίες. Τα κορίτσια φορούσαν μπλε ποδιές και τα αγόρια καπελάκι. Οι δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν τη βέργα για να συνετίσουν τους μαθητές. Άλλωστε εκείνη την εποχή ίσχυε ότι "το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο".
Πήγαιναν εκδρομές στη Μαυρώπη, στους Καλογήρους (Καλουέρς), στην Ρικίδα, στην Παργούλα. Όταν πήγαιναν εκδρομή στη Μαυρώπη ή στους Καλογήρους, τότε συνέβαλαν χρηματικά όλοι τους και έψηναν κι έτρωγαν ο δάσκαλος, οι μαθητές και οι γονείς που τους συνόδευαν.
Έκαναν σχολικές εορτές με ποιήματα ,σκετς και τραγούδια την 25η Μαρτίου και όταν τελείωνε το σχολικό έτος.
Στο χωριό υπηρέτησαν ως δάσκαλοι και οι συγχωριανοί ιερείς : Νικόλαος Σταμούλης (Παπασταμούλης) και Δημήτριος Γρηγορόπουλος.
Η Βασιλική Μπάλλα ,σύζυγος Φωτίου Πολίτη(Κατσίκα),θυμάται ότι, όταν ήταν μαθήτρια, πέθανε μία συμμαθήτριά τους, η Μακρυγιάννη κι ο δάσκαλός τους, Θεοφάνης Κούντρας από την Πελοπόννησο, έστειλε τα κορίτσια σπίτι τους να φορέσουν σκούρα κόκκινα μαντήλια και να φέρουν λουλούδια. Ο δάσκαλος έφτιαξε με τα λουλούδια ένα στεφάνι για τη νεκρή μαθήτρια και παραβρέθηκαν όλα τα παιδιά στη νεκρώσιμη ακολουθία.
|